22
Παρ, Νοε

«Για τις γλωσσικές ιδεολογίες, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μητρικής Γλώσσας»: Άρθρο της Αναπλ. Καθηγήτριας Σταυρούλας Τσιπλάκου

 

 

 

 

 

Για τις γλωσσικές ιδεολογίες, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μητρικής Γλώσσας

της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Σταυρούλας Τσιπλάκου

Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών «Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία», Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου


Η μελέτη της γλωσσικής ιδεολογίας ή ιδεολογίας για τη γλώσσα αριθμεί ήδη σχεδόν τρεις δεκαετίες. O όρος χρησιμοποιείται ευρέως από την αμερικανική ανθρωπολογική γλωσσολογία και την Κριτική Ανάλυση Λόγου. Γενικά οι ιδεολογίες είναι σύνθετα συστήματα πεποιθήσεων που συγκροτούν απόπειρες κατανόησης και ερμηνείας πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και άλλων φαινομένων και πτυχών της ζωής της δράσης μιας κοινότητας. Ο Michael Silverstein (1945-2020) χαρακτηρίζει τις γλωσσικές ιδεολογίες ως σύνολα από πεποιθήσεις για τη γλώσσα που εργαλειοποιούν οι χρήστ@ς της για να εκλογικεύσουν ή να δικαιολογήσουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη δομή και τη χρήση της γλώσσας. Αλλά τι διαφοροποιεί τις γλωσσικές ιδεολογίες από τις γλωσσικές αντιλήψεις και στάσεις;  Δηλώσεις όπως «Δεν μου αρέσουν οι διάλεκτοι γιατί  μου ακούγονται βαριές ή χωριάτικες ή ακαλαίσθητες» είναι μία γλωσσική στάση. Οι στάσεις έχουν να κάνουν με συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι σε κάποιες πεποιθήσεις ή αντιλήψεις. «Oι διάλεκτοι δεν είναι επαρκείς γλωσσικές μορφές γιατί δεν έχουν γραμματική», ή «η πολυγλωσσία δεν έχει θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα γιατί προκαλεί σύγχυση» είναι γλωσσικές αντιλήψεις ή πεποιθήσεις.

Τέτοιες αντιλήψεις και στάσεις συνήθως συνέχονται από κάποια υποκείμενη γλωσσική ιδεολογία, ένα σύστημα θέσεων και αξιών που ερμηνεύει με συγκεκριμένο τρόπο τη σχέση γλώσσας και κοινωνικής ζωής. Εν προκειμένω μια υποκείμενη ιδεολογική θέση ενδεχομένως είναι ότι η γλώσσα είναι ο κύριος εκφραστής ενός έθνους και ως τέτοιος οφείλει να είναι ένας «καθαρός», απαλλαγμένος από ποικιλία, ενιαίος κώδικας, εφόσον η γλωσσική καθαρότητα αντικατοπτρίζει την φυλετική ή εθνική καθαρότητα. Οι διάφορες (ψευδο-)αισθητικές κρίσεις, π.χ. ότι διάφορες γλωσσικές μορφές δεν «ακούγονται ωραίες» ή δεν έχουν συστηματικότητα και κανόνες, στην πραγματικότητα είναι ιδεολογικές κρίσεις για τ@ς ομιλητ@ς των ποικιλιών αυτών και τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Οι παραπάνω ιδεολογικές θέσεις μπορεί να είναι υπόρρητες και ίσως και μη συνειδητές αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις εκφέρονται, αναπαράγονται και διαιωνίζονται από θεσμούς όπως το σχολείο, η εκκλησία, οι ακαδημαϊκές κοινότητες, οι  εκπαιδευτικές πολιτικές, οι νομοθεσίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λπ.

Όπως προαναφέραμε, ανάμεσα στις κυρίαρχες γλωσσικές ιδεολογίες συγκαταλέγονται οι παρακάτω:

(α) Η ταύτιση γλώσσας και έθνους, η αντιμετώπιση της γλώσσας ως ενδείκτη φυλετικής και εθνικής καταγωγής και ως μηχανισμού συνεκτικού της εθνικής ταυτότητας. Αυτό έχει διάφορες εκφάνσεις και προεκτάσεις σε κοινωνικούς και παιδαγωγικούς λόγους περί γλωσσικής ορθότητας: καθορίζει ποιο γλωσσικό μόρφωμα γίνεται αντιληπτό ως αισθητικά ανώτερο, σαφέστερο, ακριβέστερο, πληρέστερο, απαιτητικότερο, νοητικά και γνωσιακά πιο ενδιαφέρον και σύνθετο, συχνά με άξονα κάποιο φαντασιακό παρελθόν και τις μορφές που υποτίθεται ότι είχε η γλώσσα στο παρελθόν αυτό ή με άξονα τη γλωσσική ομοιογένεια.

(β) Η ιδεολογία περί πρότυπης γλώσσας (standard language ideology) μπορεί να έχει να κάνει με την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αλλά μπορεί επίσης να σχετίζεται με το ιδεολόγημα της ισότιμης πρόσβασης στην αγορά εργασίας, την καταστατική θέση του αστικού καπιταλισμού ότι όλα τα άτομα προκειμένου να ενδυναμωθούν κοινωνικά πρέπει να έχουν πρόσβαση σε μία ενιαία μορφή γλώσσας.

(γ) Ιδεολογικές είναι συχνά οι τοποθετήσεις απέναντι στην πολυγλωσσία και τη γλωσσική ποικιλότητα. Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η θέση ότι αυτές δεν ευνοούν την ανάπτυξη μιας πρότυπης γλώσσας που θα είναι κοινό εργαλείο αποτελεσματικής επικοινωνίας και γραμματισμού για την κοινότητα. Στην πραγματικότητα μπορεί να υπάρχουν υπόρρητες ιδεολογικές θέσεις εναντίον συγκεκριμένων ομάδων ή τάξεων ομιλητ@ν που μιλούν συγκεκριμένες μη πρότυπες ή μη κυρίαρχες γλώσσες λόγω εθνικής καταγωγής ή μεταναστευτικού προφίλ.

(δ) Κατεξοχήν πεδίο ιδεολογικών διαμαχών είναι η σχέση γλώσσας και βιολογικού (sex) ή κοινωνικού φύλου (gender). Η φεμινιστική γλωσσολογία εξετάζει το ρόλο της γλώσσας στην παραγωγή και διαιώνιση της ανισότητας των φύλων, τα γλωσσικά μέσα επιτέλεσης του κοινωνικού φύλου, καθώς και τη σχέση γλώσσας, φύλων και σεξουαλικοτήτων. O στόχος του ερευνητικού αυτού πεδίου είναι η ανάδειξη και η αποδόμηση των γλωσσικών και άλλων ιδεολογιών σχετικά με το φύλο, ενώ σκοπίμως δεν κρύβει τον φεμινιστικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, αφενός γιατί αναγνωρίζει την αδυνατότητα ύπαρξης αποϊδεολογικοποιημένων προσεγγίσεων και αφετέρου γιατί η έρευνα έχει και ως στόχο την κοινωνική αλλαγή.

Με βάση τα παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε μια κριτική προσέγγιση στους τρόπους που χρησιμοποιείται σε διάφορα συγκείμενα ο όρος «μητρική γλώσσα» και στις εκάστοτε ιδεολογικές του προεκτάσεις.

 

[Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Ξυδόπουλος, Γ. & Τσιπλάκου, Σ. (υπό έκδοση). Γλωσσικές ιδεολογίες και μύθοι, στο Μ. Λεκάκου και Ν. Τοπιντζή (επιμ.) Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Αθήνα: Gutenberg.]